Τα οφειλόμενα τέλη εκάστου ημερολογιακού έτους καταβάλλονται στην ΕΕΤΤ μέχρι την 30η Ιουνίου του επόμενου ημερολογιακού έτους. Για τον προσδιορισμό των ετήσιων ανταποδοτικών τελών και τον έλεγχό τους από την ΕΕΤΤ, οι επιχειρήσεις με Γενική Άδεια υποχρεούνται να αποτυπώνουν τα έσοδά τους στο λογιστικό τους σύστημα έτσι ώστε να διακρίνονται εμφανώς τα έσοδα από έκαστη των παρεχόμενων ταχυδρομικών υπηρεσιών, που περιλαμβάνονται στη Δήλωσή τους. Η καταβολή τελών γίνεται χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση από την ΕΕΤΤ και συνοδεύεται υποχρεωτικά από τη Δήλωση Απόδοσης Τελών του Παραρτήματος ΙΙΙ του Κανονισμού Γενικών Αδειών μαζί με τα απαραίτητα συνοδευτικά έγγραφα, που προσδιορίζονται σε αυτή.
Η 30η Ιουνίου αποτελεί τη δήλη ημερομηνία για την καταβολή των ετησίων τελών, η δε καθυστερημένη καταβολή επιβαρύνεται με τον τόκο υπερημερίας, όπως καθορίζεται με Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η προσαύξηση αυτή υπολογίζεται επί του οφειλομένου ποσού για κάθε ημέρα καθυστέρησης και μέχρι την εξόφληση. Η πέραν των εξήντα (60) ημερών καθυστέρηση καταβολής των ετησίων ανταποδοτικών τελών, δύναται να επισύρει, πλην του τόκου υπερημερίας, την επιβολή προστίμου από την ΕΕΤΤ, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του Κανονισμού Γενικών Αδειών.
Το σύνολο των ακαθαρίστων ετήσιων εσόδων και τα έσοδα τα οποία προήλθαν από την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών υπό καθεστώς Γενικής Άδειας και υπόκεινται σε τέλη σύμφωνα με τα ανωτέρω περιγραφόμενα, υπογράφονται από τον νόμιμο εκπρόσωπο και πιστοποιούνται από τον ορκωτό ελεγκτή/λογιστή, που υπογράφει τον ισολογισμό της επιχείρησης. Σε περιπτώσεις όπου δεν προβλέπεται δημοσίευση ισολογισμού με υπογραφή ελεγκτή / λογιστή, η δήλωση υπογράφεται από το νόμιμο εκπρόσωπό της και πιστοποιείται από τον Οικονομικό Διευθυντή της επιχείρησης ή άλλο νόμιμα εξουσιοδοτημένο υπεύθυνο. Σε περίπτωση που τα έσοδα από ταχυδρομικές υπηρεσίες δεν διαχωρίζονται εμφανώς από άλλα έσοδα, όλα τα έσοδα τεκμαίρονται ως ταχυδρομικά.
Κατόπιν αιτήματος της ταχυδρομικής επιχείρησης, είναι δυνατή η καταβολή των ετήσιων ανταποδοτικών τελών στο πλαίσιο διακανονισμού με την ΕΕΤΤ. Για την επίτευξη του διακανονισμού, η ταχυδρομική επιχείρηση οφείλει να καταβάλει το 30% των τελών με την αίτηση διακανονισμού. Το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό δύναται να καταβληθεί από την ταχυδρομική επιχείρηση σε έως έξι (6) ισόποσες μηνιαίες δόσεις, εκτός εάν η ΕΕΤΤ, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και κατόπιν σχετικού αιτήματος του ενδιαφερομένου, αποφασίσει να καθορίσει διαφορετικά το ύψος και τον αριθμό των δόσεων. Η καταβολή των ετήσιων τελών με διακανονισμό επιβαρύνει την ταχυδρομική επιχείρηση με τόκους υπερημερίας, οι οποίοι υπολογίζονται, σύμφωνα με τα αναφερόμενα ανωτέρω, για τα ποσά που καταβάλλονται μέχρι την 30η Ιουνίου. Σε περίπτωση μη τήρησης του συμφωνηθέντος διακανονισμού, ο υπόχρεος υποχρεούται να καταβάλει εφάπαξ το σύνολο του οφειλόμενου ποσού, εκτός εάν άλλως αποφασίσει η ΕΕΤΤ με ειδικώς αιτιολογημένη απόφασή της.
Η μη καταβολή των οφειλομένων σύμφωνα με τον Κανονισμό Γενικών Αδειών ανταποδοτικών τελών συνιστά παράβαση του Κανονισμού και η ΕΕΤΤ δύναται να εφαρμόσει εκτός των οριζομένων στο άρθρο 11 αυτού, τις διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων για την είσπραξή τους.