Η Πράσινη Βίβλος (COM/91/476) για την εξέλιξη της Ενιαίας Αγοράς για τις Ταχυδρομικές Υπηρεσίες, που δημοσιεύτηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 11 Ιουνίου 1992, ήταν η αφετηρία της κοινοτικής πολιτικής για τον Ταχυδρομικό Τομέα. Οι κύριοι στόχοι της Πράσινης Βίβλου ήταν η εξασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας και της συνεχούς βελτίωσης της Καθολικής Υπηρεσίας (ΚΥ) καθώς και η σταδιακή επέκταση του απελευθερωμένου τομέα και η επίτευξη καλύτερων συνθηκών για το διασυνοριακό ταχυδρομείο, που η ποιότητά του τότε θεωρούνταν μη ικανοποιητική. Συνεπώς, το κείμενο προέβλεπε συγκεκριμένα και αποκλειστικά δικαιώματα στους ΦΠΚΥ προκειμένου να εξασφαλιστεί το μακροπρόθεσμο μέλλον της ΚΥ.Στις 7 Φεβρουαρίου του 1994, με ψήφισμά του (COM/93/247) το Συμβούλιο Υπουργών έθεσε τους βασικούς άξονες προετοιμασίας των κοινοτικών κανονισμών για τον Ταχυδρομικό Τομέα. Συγκεκριμένα, οι κανονισμοί θα έπρεπε:
- να εγγυώνται την παροχή στο εσωτερικό της Κοινότητας ποιοτικής, προσιτής ΚΥ, προσβάσιμης από όλους,
- να εξασφαλίζουν την οικονομική βιωσιμότητα της ΚΥ ορίζοντας κατάλληλο αποκλειστικό τομέα για τον Πάροχό της και
- να επιτρέψουν τη βαθμιαία και ελεγχόμενη απελευθέρωση της Ταχυδρομικής Αγοράς.
Το Συμβούλιο ζήτησε από την Επιτροπή να ετοιμάσει μία Οδηγία που να προσδιορίζει σε τι αφορά η ΚΥ και να καθορίζει μία λίστα από αποκλειστικές υπηρεσίες. Χρειάστηκαν τρία περίπου χρόνια προκειμένου να γίνει πραγματικότητα αυτή η Οδηγία.
Στις 15 Δεκεμβρίου 1997 εκδίδεται η Οδηγία 97/67/ΕΚ η οποία ορίζει ένα κανονιστικό πλαίσιο, που εξασφαλίζει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα αυτό, καθορίζει τα ελάχιστα χαρακτηριστικά της ΚΥ και τα όρια του «αποκλειστικού τομέα» (για βάρος έως 350 gr τιμή ίση ή μεγαλύτερη του πενταπλάσιου του βασικού τέλους του ΦΠΚΥ). Παράλληλα, εγγυάται ότι τηρούνται οι υποχρεώσεις και προστατεύονται τα δικαιώματα των Φορέων Παροχής Καθολικής Υπηρεσίας (ΦΠΚΥ) εξασφαλίζοντας στους πολίτες την παροχή ποιοτικής ΚΥ. Επιπλέον, καθορίζει τους κανόνες που διέπουν τη χρηματοδότηση της ΚΥ και ζητά από τα Κράτη Μέλη να προχωρήσουν στην ίδρυση Ανεξάρτητων Ρυθμιστικών Αρχών επιφορτισμένων με την παρακολούθηση της ΚΥ, τη μέτρησης της ποιότητας με την οποία προσφέρεται κ.α. Τέλος, θέτει τις βάσεις για το σταδιακό και ελεγχόμενο άνοιγμα της αγοράς, με την πλήρη απελευθέρωση να προβλέπεται για το 2009.
Ακολουθεί στις 6 Φεβρουαρίου 1998 ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (98/C39/02) σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού στον ταχυδρομικό τομέα και σχετικά με την εκτίμηση ορισμένων κρατικών μέτρων στον τομέα των ταχυδρομικών υπηρεσιών. Στις 10 Ιουνίου 2002 εκδίδεται η Οδηγία 2002/39/ΕΚ με την οποία γίνονται περαιτέρω βήματα βαθμιαίου και ελεγχόμενου ανοίγματος της Αγοράς με περιορισμό του «αποκλειστικού τομέα». Συγκεκριμένα από 1η Ιανουαρίου 2003 ο αποκλειστικός τομέας περιορίζεται στα 100 gr και 3 φορές το βασικό τέλος ενώ από 1η Ιανουαρίου 2006 περιορίζεται ακόμα περισσότερο στα 50 gr και 2,5 φορές το βασικό τέλος. Ακόμα καθορίζεται η 1η Ιανουαρίου 2009 ως η πιθανή ημερομηνία για την πλήρη ολοκλήρωση της εσωτερικής Αγοράς για τις Ταχυδρομικές Υπηρεσίες, η οποία θα πρέπει να επιβεβαιωθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ύστερα από εξέταση, για κάθε Κράτος Μέλος, του αντίκτυπου στην ΚΥ του περαιτέρω ανοίγματος της Αγοράς. Στις 25 Νοεμβρίου 2002 υποβάλλεται η 1η έκθεση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή της Οδηγίας 97/67/ΕΚ (COM/2002/632).
Το 2004 και το 2006 υποβάλλονται από την Επιτροπή η 2η (COM/2005/102) και η 3η (COM/2006/595) έκθεση, αντίστοιχα, σχετικά με την εφαρμογή της Οδηγίας. Μετά από αυτές η Επιτροπή εισηγείται στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την έκδοση Οδηγίας προς τον σκοπό της πλήρους απελευθέρωσης της Ταχυδρομικής Αγοράς μέχρι το 2009, με Δελτίο Τύπου που εκδίδεται στις 18-10-2006. Σύμφωνα με την Επιτροπή, αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να διατηρηθεί η ΚΥ, παράλληλα με την περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας και των δυνατοτήτων επιλογής που έχουν στη διάθεσή τους οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Το πλήρες άνοιγμα της αγοράς συνεπάγεται την κατάργηση του αποκλειστικού τομέα. Οι χρήστες των Ταχυδρομικών Υπηρεσιών θα μπορούν να αναμένουν ανάπτυξη και περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών που τους προσφέρονται. Οι ΦΠΚΥ θα αποκτήσουν κίνητρα ώστε να γίνουν πιο αξιόπιστοι και αποτελεσματικοί και να επικεντρωθούν ακόμη περισσότερο στον πελάτη, ενόψει του ενδεχόμενου ανταγωνισμού από νεοεισερχομένους στην αγορά. Επίσης, αναμένεται η δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης τόσο άμεσα, σε νέες ταχυδρομικές εταιρείες, όσο και έμμεσα, στους κλάδους που εξαρτώνται από τον ταχυδρομικό τομέα. Τα κράτη μέλη θα έχουν στη διάθεσή τους μια ευέλικτη επιλογή μέσων για τη χρηματοδότηση της καθολικής υπηρεσίας καθώς και τη δυνατότητα να κατανείμουν την υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας μεταξύ διαφόρων φορέων.
Ακολουθεί η έκδοση της Οδηγίας 2008/6/ΕΚ στις 20 Φεβρουαρίου 2008 σχετικά με την πλήρη υλοποίηση της εσωτερικής Αγοράς Ταχυδρομικών Υπηρεσιών. Η βασική τροποποίηση που εισάγει η νέα Οδηγία, είναι σαφώς η κατάργηση του αποκλειστικού τομέα και των ειδικών δικαιωμάτων, ως μέσων, για την εξασφάλιση της χρηματοδότησης της ΚΥ. Κατάργηση που κυριολεκτικά ισοδυναμεί με επανάσταση στις ταχυδρομικές υπηρεσίες, εφόσον, πλέον, απελευθερώνεται το σύνολο των παρεχομένων υπηρεσιών, και ο ΦΠΚΥ καθίσταται, ένας σχεδόν ισότιμος - με τους υπόλοιπους φορείς παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών-, παίκτης, στην αγορά των ταχυδρομείων. Βέβαια, ακόμη και με τη νέα Οδηγία ο ή οι ΦΠΚΥ εξακολουθεί να κατέχει, θέση «πρώτου μεταξύ ίσων». Η προθεσμία για την ενσωμάτωση της Οδηγίας είναι η 31η Δεκεμβρίου 2010, ωστόσο, η χώρα μας, μαζί με άλλα κράτη μέλη (Τσεχία, Κύπρος, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Ουγγαρία, Πολωνία, Ρουμανία και Σλοβακία) μπορεί να αναβάλει την έναρξη εφαρμογής της, έως την 31η Δεκεμβρίου 2012, και να διατηρήσει σε ισχύ, για το προαναφερθέν χρονικό διάστημα, τον αποκλειστικό τομέα. Αιτιολογική βάση, για την εξαίρεση αυτή, αποτελεί, αφενός μεν, η μετά την εφαρμογή της Οδηγίας 2002/39/ΕΚ, είσοδος κάποιων νέων χωρών στην Ε.Ε. και η, κατά συνέπεια, ενδεχόμενη αδυναμία τους να προσαρμοσθούν σε μεταγενέστερο στάδιο των ταχυδρομικών μεταρρυθμίσεων, και αφ’ ετέρου, τα ειδικά χαρακτηριστικά ορισμένων κρατών μελών, όπως ο μικρός πληθυσμός και το περιορισμένο γεωγραφικό μέγεθος, η ιδιαίτερα δύσκολη τοπογραφία, ο μεγάλος αριθμός νησιών, περίπτωση η οποία αφορά και τη χώρα μας. Η Ελλάδα με το Νόμο 4053/2012 ενσωμάτωσε την Οδηγία και προέβη στο πλήρες άνοιγμα της ταχυδρομικής αγοράς από 1/1/2013.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι από τα νέα κράτη μέλη, η Εσθονία, η Βουλγαρία και η Σλοβενία, επέλεξαν να μην χρησιμοποιήσουν το δικαίωμα παράτασης και να ανοίξουν την αγορά τους, στις 31/12/2010.